ευαρδής

ευαρδής
εὐαρδής, -ές (Α)
1. αυτός που αρδεύεται, που ποτίζεται καλά («εὐαρδὴς γῆ», Αγαθ.)
2. αυτός που αρδεύει, που ποτίζει καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αρδης (< άρδω), πρβλ. νεο-αρδής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”